Α-67. Ιδιωματισμοί
Λαογραφία-->Λέξεις-Φράσεις | 03/08/2014 14:19:33 |
Μια λέξη μια ανάμνηση
μια ζωή
(Ελικιώτικες λέξεις και φράσεις)
Για ενδεχόμενα λάθη ή παραλείψεις, ζητώ συγνώμη, και περιμένω τις υποδείξεις σας για διορθώσεις και συμπληρώσεις.
α/α
|
ΟΝΟΜΑ
|
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
|
1
|
Αβάρετος
|
Ακούραστος, πρόθυμος για εργασία
|
2
|
Αβαρία
|
Προσφορά εργασίας χωρίς πληρωμή, με προθυμία και χωρίς αξιώσεις .
|
3
|
Αβάσταγος
|
Ανυπόφορος (ο καημός της είναι αβάσταγος που έχασε τον άνθρωπό της)
|
4
|
Αβέρτα
|
Πληθωρικά, ελεύθερα, πλούσια.
|
5
|
Αβοτάνιστος
|
Ο κήπος ή το χωράφι που δεν έχει
καθαρισθεί από τα ζιζάνια.
|
6
|
Αγάλι- αγάλι
|
Σιγά- σιγά, μαλακά
|
7
|
Άγανο
|
Λούγανο, το ‘’μουστάκι’’ του σιταριού
(τον εβάρεσε ένα λούγανο στο μάτι )
|
8
|
Αγγρίφι
|
Μικρό κομμάτι ξύλου ή χόρτου (μπήκε ένα αγγρίφι στο πόδι μου)
|
9
|
Άγερμα
|
Λέμε έτσι όταν το σαμάρι με το φόρτωμα πάρει κλίση( γέρνει δεξιά ή
αριστερά)
|
10
|
Αγιάζι
|
Το διαπεραστικό κρύο , η ψύχρα.
|
11
|
Αγκίδα
|
Μικρό κομμάτι ξύλου ( μου μπήκε στο πόδι μια αγκίδα από το πάτωμα)
|
12
|
Αγκομαχώ
|
Αναπνέω με δυσκολία
|
13
|
Αγκούσα
|
Στενοχώρια
|
14
|
Αγκριώνω
|
Γατζώνω, αρπάζομαι από κάπου για να κρατηθώ.
|
15
|
Αγκωνή
|
Γωνία , κομμάτι ψωμιού κομμένο από την άκρη ενός καρβελιού ή φρατζόλας
|
16
|
Αγναντεύω
|
Παρατηρώ μακριά
|
17
|
Αγνάντιο
|
Το απέναντι ( βγες ρε Βαγγέλη στο
αγνάντιο να σε δω λίγο)
|
18
|
Αγραπίδι
|
Ο καρπός της αγραπιδιάς = γκοριτσιάς
|
19
|
Αγραπιδιά
|
αγριαχλαδιά
|
20
|
Αγριελιά
|
Η άγρια ελιά
|
21
|
Αγωγιάτης
|
Ο άνθρωπος που μετέφερε με αμοιβή
ανθρώπους ή πράγματα με ζώα =o ταξιτζής της παλιάς εποχής.
|
22
|
Αδελφομοίρι
|
Μερίδιο από κοινού μεταξύ αδελφών
|
23
|
Αδράχτι
|
Μικρή βέργα με σφόνδυλο (
ξύλινη ή σιδερένια) που τύλιγαν
το νήμα (κλώστρης)
|
24
|
Αθέρμιγο
|
Χωρίς θερμοκρασία ( έβγαλα φέτος
λίγο λάδι αθέρμιγο για να πίνω κάθε πρωί μια κουταλιά , λένε ότι κάνει καλό)
|
25
|
Ακαμάτης
|
Ο άνθρωπος χωρίς προκοπή, ο
ανεπρόκοπος.
|
26
|
Ακουμπέτι
|
Επιτέλους, τέλος πάντων (τι θέλεις ακουμπέτι και με έχεις ζαλίσει πια;)
|
27
|
Αλάργα
|
Μακριά
|
28
|
Άλεσμα
|
Η άλεση του σταριού από τον μυλωνά
|
29
|
Αλεστικό
|
Το ποσοστό που παίρνει ο μυλωνάς
για το άλεσμα
|
30
|
Αλετροπόδι
|
Η βάση του αλετριού
|
31
|
Αλετροχέρα
|
Η λαβή, το χέρι του αλετριού
|
32
|
Αλικοντάω-ιζω
|
Είμαι εμπόδιο, ενοχλώ, καθυστερώ κάποιον.
|
33
|
Αλισίβα
|
Νερό με στάχτη για το πλύσιμο των
ρούχων ή για χρήση στη ζαχαροπλαστική
( ρε ζωντόβολο άφησες τη βίκα στον ήλιο και το νερό έγινε αλισίβα)
|
34
|
Αμάδα
|
Μικρή πλακουτσή και στρογγυλή
πέτρα που παίζαμε το παιχνίδι ΄΄αμάδες’’.
|
35
|
Αμάτιστος
|
Χωρίς μάτισμα - χωρίς ένωμα ( ματίζω= ενώνω)
|
36
|
Άμορο
|
Το άτυχο, το κακόμοιρο ( η γιαγιά μου ‘’άμορο’’ έλεγε το ποντίκι)
|
37
|
Αμπάρα
|
Ξύλινος σύρτης πίσω από την πόρτα
|
38
|
Αμπάριζα
|
είδος παιχνιδιού
|
39
|
Αμπολάω
|
Αφήνω ( αμπόλα καλούμπα ρε Λάμπη να φύγει ψηλά ο αετός σου )
|
40
|
Αμπροσταίνω
|
Είμαι μπροστά από όλους
|
41
|
Ανάβραση
|
Μεγάλη ζέστη
|
42
|
Αναβροχιά
|
Μεγάλη χρονική περίοδος χωρίς να έχει βρέξει
|
43
|
Αναδεξιμιός
|
Βαφτιστικός
|
44
|
Ανάκαρο
|
Αντοχή , δύναμη (ξέρεις τι ανάκαρο έχει αυτός εδώ, να σου κατεβάσει το
βουνό κάτω)
|
45
|
Ανακατωσούρα
|
Ανακάτεμα
|
46
|
Ανακαψίλα
|
Καούρα στο λαιμό
|
47
|
Ανακλανητό
|
Τέντωμα των χεριών και του σώματος ( συνήθως μετά το ξύπνημα) .
|
48
|
Ανάλαιμα
|
Μούρθε στο λαιμό ( οδήγα πιο σιγά ρε
Γιώργη μου έβγαλες το φαί ανάλαιμα)
|
49
|
Ανάλλαγος
|
Μη αλλαγμένος
|
50
|
Αναμπέξελα
|
Ακατάστατα, τσαπατσούλικα
|
51
|
Αναμπουμπούλα
|
Αναταραχή
|
52
|
Ανανοώ
|
Καταλαβαίνω
|
53
|
Αναπιάνω
|
Ξαναζυμώνω το προζύμι
|
54
|
Ανάραχο
|
Καλή τάση, καλό ριζικό, καλό
πεπρωμένο (τούτο το παιδί μωρή θυγατέρα,
έχει καλό ανάραχο, καληώρα νάχει)
|
55
|
Ανασκούμπωμα
|
Σηκώνω τα μανίκια για δουλειά
|
56
|
Ανασοή
|
Ανάσα
|
57
|
Αναστάλαγο
|
Συνεχόμενη καταρρακτώδης βροχή
|
58
|
Αναχαράζω
|
Μηρυκάζω, ξαναμασώ την τροφή μου
|
59
|
Ανεμοχάφτω
|
Τρώγω γρήγορα
|
60
|
Ανέχεια
|
Φτώχια
|
61
|
Αντάρα
|
Θόρυβος
|
62
|
Αντί
|
Το αντί του αργαλειού πάνω στο
οποίο τυλιγόταν το στημόνι
|
63
|
Αντραλίζομαι
|
Τρεκλίζω
|
64
|
Αξελέστατος
|
Ασουλούπωτος , χαμένο κορμί ( από το αρχαίο εξωλέστατος )
|
65
|
Αποδιαλεγούδια
|
Ότι έχει μείνει μετά την διαλογή
|
66
|
Αποκαλαμίζω
|
Τελειώνω το μασούρισμα, το
τύλιγμα του νήματος στα μασούρια.
|
67
|
Αποκούμμουτσο
|
Κομμάτι ψωμιού ξερό
|
68
|
Απολειφάδι
|
Το μικρό κομμάτι που μένει από το
τελείωμα του σαπουνιού
|
69
|
Απόρριξε
|
Απέβαλλε η μάνα το έμβρυο πριν της
ώρας.
|
70
|
Αποσπερού
|
Απόψε το βράδυ
|
71
|
Αποφάϊ
|
Ότι μένει από το φαγητό
|
72
|
Άρατος
|
Έγινε μπουχός, χάθηκε από μπροστά
μας
|
73
|
Αρβαλίζω
|
Κάνω θόρυβο
|
74
|
Αρικάω-αρικώ
|
Ακούω (πιο σιγά μίλα παιδάκι μου, αρικάω δεν είμαι κουφή, έλεγε η γιαγιά
μου)
|
75
|
Αρμαθιά
|
Όμοια πράγματα περασμένα σε μια κλωστή ( σύκα , λάχανα )
|
76
|
Άτσαλος
|
Απρόσεκτος στην δουλειά
|
77
|
Ατσούμπαλος
|
Αδέξιος
|
78
|
Αυγατίζω
|
Αυξάνω, πολλαπλασιάζω, πληθαίνω.
|
79
|
Αυγουλίλας
|
Μυρωδιά αυγού (το ποτήρι σου Λω θειά μυρίζει αυγουλίλας)
|
80
|
Άφτουρος
|
Αυτουνού που δεν φαίνεται η δουλειά του, που δεν φτουράει
|
81
|
Αχούρι
|
Άχυρο ( τσακώνικη λέξη – λεξικό Θ.
Κωστάκη ) ή χώρος μικρός.
|
82
|
Αχράϊ
|
Χωράφι με αχλαδιές ( τσακώνικη
λέξη – λεξικό Θ. Κωστάκη)
|
83
|
Βαβίλα
|
Χρυσό σκαθάρι (τρυγούσε … τα γαϊδουράγκαθα και τα … αχλάδια). Τώρα
τελευταία έχει εξαφανιστεί. Όπως έχει εξαφανιστεί και ο μυλωνάς (μαύρο σκαθάρι)
|
84
|
Βαγιούλι
|
Η υφαντή καρώ πετσέτα που σκουπιζόμαστε και διπλώναμε το ψωμί.
|
85
|
Βαργκεστίζω
|
Απελπίζομαι (δεν αντέχω άλλο πια, βαργκέστησα, τούτος ο κόμπος δεν
λύνεται)
|
86
|
Βάρδα
|
Προειδοποίηση για κίνδυνο ( όταν ρίχτανε φουρνέλο φωνάζανε ‘’βάρδα
φουρνέλο’’)
|
87
|
Βαρυγκομίζω
|
Δυσανασχετώ, δυσφορώ και εκφράζομαι με κακές λέξεις .
|
88
|
Βατιώνας
|
Περιοχή με πολλά βάτα (ρε Μήτσο το χωράφι σου έγινε βατιώνας, καθάρισέ
το)
|
89
|
Βατοκόπι
|
Εργαλείο χειρός γενικά για να ξεκλαρίζουν.
|
90
|
Βατολός
|
Κοπτικό εργαλείο για τα βάτα, στερεωμένο σε στειλιάρι (μικρότερο από το
βατοκόπι)
|
91
|
Βελάζω
|
η φωνή του κατσικιού και του προβάτου.
|
92
|
Βελέντζα
|
κλινοσκέπα
|
93
|
Βετούλι
|
μονοχρονίτικο κατσίκι
|
94
|
Βίγκλα
|
περιοχή με καλό οπτικό πεδίο, φυλάκτρα για καλή σκόπευση.
|
95
|
Βίκα
|
Στάμνα (πάρε τη βίκα και γρήγορα στου μούκερου να τη γεμίσεις, έφτυσα)
|
96
|
Βούταμο
|
φυτό ξεραμένο που γέμιζε ο σαμαρτζής ( Ο Μπάρμπα Νικόλας) το σαμάρι ( βούρλο, ψαθί )
|
97
|
Βρούβα-βούρβα
|
Χορταρικό που τρώμε τα βλαστάρια του.
|
98
|
Γαλατίλα
|
μυρωδιά γάλατος
|
99
|
Γαλατσίδα
|
Ο θάμνος φλόμος ( επικίνδυνο το γάλα του απο τον κορμό και τα φύλλα του)
|
100
|
Γανιά
|
Ελιγμός όταν παίζαμε κυνηγητό
|
101
|
Γάνωμα
|
Επίστρωση χάλκινου σκεύους με
κασσίτερο
|
102
|
Γανώνω
|
Εργασία επίστρωσις
|
103
|
Γερούτσος
|
Γέρος - απαξιωτικά
|
104
|
Γκασμάς
|
Σκαπτικό και κοπτικό εργαλείο ( έχει δυο μούρες)
|
105
|
Γκιόσα
|
Γίδα με άσπρο τρίχωμα, αλλά και
γριά άσκημη
|
106
|
Γκούτς
|
Έτσι φωνάζαμε αν θέλαμε να διώξουμε το γουρούνι
|
107
|
Γκρεμίλα
|
Γκρεμός
|
108
|
Γλίνα
|
Χοιρινά κομμάτια μέσα σε χοιρινό
λίπος ( Κάτσε να σου τηγανίσω λίγο γλίνα με δυο αυγά κτυπητά να κολατσίσεις
και μετά πας στη δουλειά )
|
109
|
Γνέσιμο
|
Η πράξη του γνέθω = επεξεργάζομαι
το μαλί της στουλούπας με το αδράχτι.
|
110
|
Γομάρι
|
Βαρύ φορτίο πάνω στα ζώα
|
111
|
Γουδούρι
|
Θάμνος με τον οποίο σκουπίζαμε το
αλώνι κατά το αλώνισμα.
|
112
|
Γούπατο
|
Χωράφι με κοίλωμα της γης,
βαθουλωτό χωράφι.
|
113
|
Γουργουρίζω
|
Κάνει θόρυβο η κοιλιά μου
|
114
|
Γουρλώνω
|
Μεγαλώνω τα μάτια μου
|
115
|
Γούρνα
|
Κορύτα= καρούτα για να πίνουν νερό και να τρώνε τα ζώα (συνήθως κοιλότητα
πελεκητή πάνω στην πέτρα για να
ρίχνουμε την τροφή στο γουρούνι. Την πέτρα είναι δύσκολο να την αναποδογυρίσει του μπουζί.
|
116
|
Γουστέρα
|
Η σαύρα
|
117
|
Γράβα
|
Μεγάλη σχισμή σε βράχο (το χωράφι
γράβα έχει βράχους που χάσκουν )
Τσακώνικη λέξη (λεξικό Θ. Κωστάκη)
|
118
|
Γρικαώ- γρικώ
|
Ακούω ( αυτός δεν ακούει γρι, δηλαδή τίποτα. Άρα γρικώ = ακούω ακόμα και
το γρι, δηλαδή το ελάχιστο (ακόμα και τον γρι-φώδη, τον απροσδιόριστο ήχο).
|
119
|
Γριτζαλωμένος
|
Σκαρφαλωμένος με κίνδυνο να πέσει
|
120
|
Γυροβολιά
|
Περιστροφή γύρω - γύρω
|
121
|
Γυρολόγος
|
Πλανόδιος μικρέμπορος
|
122
|
Δαμάκι
|
Δομή από πέτρες, ξερολιθιά.
|
123
|
Διάζω
|
Ετοιμάζω το στημόνι για την ύφανση
(με το διάσημο βάζανε το στημόνι στο αντί)
|
124
|
Διακονιάρης
|
Ζητιάνος
|
125
|
Διαλεγώνας
|
Αυτός που διαλέγει ( κάτσε ρε
μπάρμπα διαλεγώνα θα σε βάλουμε;)
|
126
|
Διάτανος
|
Διάβολος
|
127
|
Δικριάνι- δικράνι
|
Ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο για το λίχνισμα του σταριού κατά το αλώνισμα.
|
128
|
Δίμιτο
|
Ύφασμα υφασμένο με δύο κλωστές
|
129
|
Δίφορο
|
Δέντρο που παράγει δύο φορές τον
χρόνο
|
130
|
Διχάλα
|
Ξύλο σε μορφή Υ με το οποίο
φτιάχναμε λαστιχέρια
|
131
|
Δοκάνι
|
Παγίδα για πουλιά
|
132
|
Δρασκελίζω
|
Ανοίγω τα πόδια και αντραπηδώ πάνω
από πράγματα
|
133
|
Δρεπάνι
|
Θεριστικό εργαλείο
|
134
|
Δρωτσίλα
|
Ερεθισμός στο δέρμα από ιδρώτα
|
135
|
Ελόγου σου
|
Εσύ , η αφεντιά σου
|
136
|
Εμένανε
|
Εγώ
|
137
|
Έντος
|
Νάτος
|
138
|
Εξόν
|
Εκτός
|
139
|
Επέρσι
|
Πέρυσι
|
140
|
Ευτού
|
Εκεί
|
141
|
Εψές
|
Χθες
|
142
|
Ζάβαλε
|
Καημένε - κακόμοιρε (σώπα ζάβαλη
μητέρα, μη κλαις όλα θα πάνε καλά )
|
143
|
Ζαβολιά
|
Μαλαγανιά
|
144
|
Ζαγάρι
|
Κυνηγητικό σκυλί που έγινε αγριόσκυλο. Μεταφορικά άνθρωπος πονηρός.
|
145
|
Ζάλωμα = ζαλιά
|
Φόρτωμα ( ζαλώθηκα μια αγκαλιά
ξύλα για το τζάκι μου και κοψομεσιάστηκα)
|
146
|
Ζουλάπι
|
Το αγρίμι. Μεταφορικά ο πανούργος, ο ακοινώνητος άνθρωπος.
|
147
|
Ζούμπερο
|
Άγριο ζώο
|
148
|
Ζουπώ = ζουμπώ
|
Πιέζω
|
149
|
Ζοχός
|
Λάχανο ( ο γνωστός μας τσοχός)
|
150
|
Ζωντόβολο
|
Ανόητος , βλάκας
|
151
|
Θαμπίζω
|
Δεν βλέπω καθαρά
|
152
|
Θαρρώ
|
Νομίζω
|
153
|
Θέλημα
|
Αυτό που επιθυμεί, αυτό που θέλει να κάνει κάποιος σαν εξυπηρέτηση. ( Ο Γιαννάκης είναι πολύ θεληματάρικο παιδί
ότι του πεις να κάνει, δεν λέει όχι)
|
154
|
Θεοτικό
|
Έργο του Θεού
|
155
|
Θεούρι
|
Πολύ μεγάλος
|
156
|
Θηλύκι
|
Κουμπότρυπα
|
157
|
Θηλύκωσε
|
Άρμοσε, έκατσε, ταίριαξε
|
158
|
Θημωνιά-θεμωνιά
|
Τα δεμάτια από το θέρισμα του σιταριού τα κτίζουμε σε ένα σωρό που τον
λέμε θημωνιά.
|
159
|
Ίγκλα - Νίγκλα
|
Λουρίδα που στηρίζει το σαμάρι και
περνά κάτω από την κοιλιά του αλόγου
|
160
|
Ίσαμε
|
Μέχρι εκεί
|
161
|
Ισιάζω
|
Ισιώνω
|
162
|
Ίσιωμα
|
Επίπεδο μέρος
|
163
|
Καβελίνα
|
Η κοπριά από τα γαϊδούρια και τ’
άλογα .
|
164
|
Καβούλα
|
Μάζωμα όσο μια χεριά (μάζεψα μια καβούλα χόρτα για να μαγειρέψω απόψε)
|
165
|
Καζάνι - χαρανί
|
Μεγάλο δοχείο που φτιάχνουν το
σαπούνι ή αλισίβα για τη μπουγάδα
|
166
|
Κάθικο
|
Χωράφι μόνιμα σε αγρανάπαυση (
Τσακώνικη λέξη)
|
167
|
Καθούρι
|
Καιρικό φαινόμενο που προμηνύει
βροχή
|
168
|
Κακαράτζα
|
Τα κόπρανα της γίδας και των
προβάτων
|
169
|
Κακαρώνω
|
Πεθαίνω (τα κακάρωσε ο καημένος
ούτε τη σύνταξη του δεν πρόλαβε να πάρει)
|
170
|
Κακοντέλης
|
Αυτός που έχει κακό τέλος ,
κακομοίρης
|
171
|
Καλαμίζω
|
Τυλίγω το νήμα στα μασούρια με την
σβίγα
|
172
|
Καλαμοβύζα
|
Γίδα με μακριά βυζιά
|
173
|
Καλαμώνω
|
Στηρίζω τα φυτά με καλάμι
|
174
|
Καλαμωτή
|
Πλέγμα με καλάμια που βάζουμε το
κοκκάρι
|
175
|
Καλεστικός
|
Ο καλεσμένος στο γάμο
|
176
|
Καληχέρα
|
Το δώρο την πρωτοχρονιά
|
177
|
Καλιάζει
|
Ταιριάζει, κουμπώνει.
|
178
|
Καλιάζω
|
Βολεύω , ταιριάζω
|
179
|
Καλιακούδα
|
το πουλί κάργια
|
180
|
Καλίγωμα
|
Πετάλωμα του αλόγου - καλιγώνω
|
181
|
Καλοπιάνω
|
Συμπεριφορά με καλό τρόπο
|
182
|
Καματερός
|
Ο τόπος που είναι έτοιμος για
καμάτι για όργωμα .
|
183
|
Καμάτι
|
Το όργωμα του χωραφιού (Σε καμάτι
σε είχαμε και κουράστηκες τόσο πολύ;)
|
184
|
Κάμποτο
|
Βαμβακερό ύφασμα λευκό
|
185
|
Καμώνω
|
Σιωπώ , μαζεύομαι
|
186
|
Κανίστρι
|
Πανέρι
|
187
|
Καντάρι
|
Ζυγός
|
188
|
Καντήλα
|
Φλύκταινα - πρήξιμο
|
189
|
Κάπα
|
Παλτό τσοπάνηδων
|
190
|
Καπίστρι
|
Λουριά που βάζουμε στο κεφάλι του
γαϊδουριού και του αλόγου
|
191
|
Καπιτσαρίστηκε
|
Θύμωσε
|
192
|
Καπλαντίζω
|
βάζω στο πάπλωμα σεντόνι ως κάλυμμα
|
193
|
Καπούλια
|
Το πίσω μέρος του γαιδάρου
|
194
|
Καρατζώνα
|
Μικρό ογκίδιο στα δάκτυλα
|
195
|
Καραφίνα
|
Το δοχείο το μεταλλικό με το
τσουρούνι που βάζουμε λάδι, το λαδικό
, το ρογί.
|
196
|
Καρβέλι
|
ψωμί σε στρογγυλό σχήμα
|
197
|
Καρβουντιστήρι
|
Συσκευή που καρβουντίζει το καφέ.
|
198
|
Κάργα
|
Τελείως , εντελώς
|
199
|
Καρίκι
|
λωρίδα χωραφιού
|
200
|
Καρκατσίλα
|
Η κοτσιλιά του κοτόπουλου
|
201
|
Καρούτα
|
Κορύτα ( σκαλισμένη πέτρα που στο κοίλωμα ρίχναμε το φαγητό του μπουζιού)
|
202
|
Καρσί
|
απέναντι
|
203
|
Καρύτζαφλας
|
Ο λαιμός της κότας
|
204
|
Καρφωτιά
|
Επιτυχία στο σημάδι όταν παίζαμε βώλους- ψηλοκρεμαστό βάρεμα.
|
205
|
Κατάπλασμα
|
έμπλαστρο
|
206
|
Κατσάβραχα
|
κακοτράχαλα
|
207
|
κατσιάζω
|
Σμουλώχνω, μαζεύω(μη το φορτώνεις άλλο το κακόμοιρο, δε βλέπεις πως
κάτσιασε)
|
208
|
Κατσικώθηκε
|
Τούκατσε στο μυαλό
|
209
|
Κατσιφάρα
|
ομίχλη ( βλέπω να έρχεται από κάτω κατσιφάρα μάλλον θα βρέξει )
|
210
|
Κατσούλα
|
Η γάτα
|
211
|
Κατσούλα
|
γάτα
|
212
|
Κατώι
|
το υπόγειο , η αποθήκη
|
213
|
Καυκαλήθρα
|
αρωματικό χόρτο για πίτα
|
214
|
Κελύφι
|
μαξιλαροθήκη
|
215
|
κενώνω
|
Βάζω στα πιάτα το φαγητό και σερβίρω.
|
216
|
Κεψές
|
Κουτάλα τρυπιτή
|
217
|
Κλαρούνα
|
μεγάλο κλαδί
|
218
|
Κλεβανή
|
καταπακτή
|
219
|
Κληματσίδα
|
Η κληματόβεργα
|
220
|
Κλουκουνίζω
|
όταν δεν είναι γεμάτη η βίκα κάνει ένα θόρυβο, κάνει κλου-κλου.
|
221
|
Κλωνά-κλωνιά
|
κλωστή
|
222
|
Κλώστης
|
το εργαλείο για το γνέσιμο , το αδράχτι
|
223
|
Κοιτιάζω
|
Κοιμάμαι . Για τις κότες λέμε ότι πάνε να κοιτιάξουν στο κοτέτσι. Εάν κανείς ξενοκοιμήθηκε του λέμε
πονηρά «που ξενοκοίτιαξες απόψε ρε »
|
224
|
Κοκκάρι
|
μικρό κρεμμύδι που προορίζεται για φύτεμα
|
225
|
Κοκκινάτσα
|
Κόκκινο χώμα
|
226
|
Κοκκολογώ
|
Μαζεύω το χαμολόι από τις ελιές που έμειναν (μετά το μάζεμα της
ελιάς).
|
227
|
Κολατσίζω
|
τρώγω το πρόγευμά μου
|
228
|
Κολιτζάκια
|
Τα σιδερένια τσιγκέλια πάνω στο
σαμάρι ( βάλε ρε το στράστο στο κολιτζάκι)
|
229
|
Κονάκι
|
Κατοικία ( φεύγω και εγώ σιγά
σιγά πάω να ξαπλώσω στο κονάκι μου)
|
230
|
Κονιτζιά-ακονιτζιά
|
θάμνος
|
231
|
Κοντακιανός
|
Δηλώνει ότι είναι κοντινός
συγγενής
|
232
|
Κοντομήρι
|
Το σίδερο πίσω από την πόρτα για
στήριγμα
|
233
|
Κόπανος
|
Ξύλο που κτυπάμε τα χοντρά ρούχα
για καθάρισμα στα ποτάμια και στις στέρνες
|
234
|
Κόρα
|
Το σκηρό μέρος του ψωμιού
|
235
|
Κόρδα
|
Μεγάλο ξύλο της σκεπής ( η αντηρίδα η τράβα )
|
236
|
Κοτάω
|
αποφασίζω (άμα σου κοτάει έλα από
δω να τα πούμε)
|
237
|
Κοτρόνι
|
Μεγάλη πέτρα, βράχος
|
238
|
Κουλαντρίζω
|
Νταντεύω, υπηρετώ, θωπεύω.
|
239
|
Κουλάστρα
|
Το γάλα αμέσως μετά την γέννηση
του ζώου
|
240
|
Κουμούτσι
|
ξερό κομμάτι ψωμιού
|
241
|
Κουμουτσούλι
|
Μικρό κομμάτι
|
242
|
Κουντούρι
|
Το χοντρό ξύλο του αλετριού
|
243
|
Κουρβίδα
|
Χόρτο
|
244
|
Κούρβουλο
|
Το κούτσουρο του κλήματος
|
245
|
Κουρελού
|
Ύφασμα από κουρέλια, (σαν νάρθε ο
χειμώνας, καιρός να στρώσουμε τις
κουρελούδες μας)
|
246
|
Κουρκούτι
|
Χυλός από αλεύρι
|
247
|
Κουρνιάζω
|
Το κοίμισμα στο κοτέτσι
|
248
|
Κουτάβι
|
σκυλάκι
|
249
|
Κουτομόγιο
|
ο χαζός, ο βλάκας (Ρε αυτός είναι μεγάλο Κουτομόγιο, κουτουλάει τοίχους)
|
250
|
Κουτουρού
|
Τυχαία, σκατόλαχε
|
251
|
Κούτσικο
|
μικρό παιδί ή ζώο
|
252
|
Κουτσούρα
|
μεγάλο ξύλο για την φωτιά
|
253
|
Κόφα
|
Μεγάλο πλεκτό καλάθι
|
254
|
Κοφίνα
|
μεγάλο κοφίνι
|
255
|
Κοψίδι
|
κομμάτι κρέας
|
256
|
Κοψομεσιάστηκα
|
με έπιασε η μέση μου
|
257
|
Κρεβατίνα
|
η κληματαριά
|
258
|
Κρεμανταλάς
|
ο ψηλός και άχαρος άντρας
|
259
|
Κρησάρα
|
Μικρό κόσκινο για το αλεύρι
|
260
|
Κριτσανίζω
|
Τρώγω κάτι σκληρό ( παξιμάδι , ξηρούς καρπούς)
|
261
|
Κωλοβαβουλίζω
|
Γυρνώ από εδώ κι από εκεί, χωρίς
να κάνω τίποτα.
|
262
|
Κωλοπετσωμένος
|
Τετραπέρατος, παμπόνηρος,
καπάτσος, καταφερτζής.
|
263
|
Κωλώνω
|
Διστάζω να συνεχίσω ( ρε αυτός δεν
κωλώνει με τίποτα είναι θεριό ανήμερο )
|
264
|
Λάγιο πρόβατο
|
Μαύρο πρόβατο
|
265
|
Λαγούμι
|
Κοιλότητα , λάκκος , φωλιά μέσα στη γη από κάποιο ζούμπερο.
|
266
|
Λακαώ-λακώ
|
Τρέχω γρήγορα ( κοίτα ρε τι γρήγορα που λακάει ετούτος εδώ )
|
267
|
Λαλαγγίδα
|
Τηγανίτα
|
268
|
Λανάρι
|
Εργαλείο για το ξάσιμο του μαλλιού
- σιδερένια κτένα
|
269
|
Λαρδί
|
Λίπος από γουρούνι
|
270
|
Λαψάνα
|
Η βούρβα
|
271
|
Ληνός
|
Το πατητήρι των σταφυλιών
|
272
|
Λιακός
|
Η ταράτσα η εκτεθειμένη στον ήλιο
|
273
|
Λιανός
|
Λεπτός
|
274
|
Λιάπικα
|
Τα ρούχα της δουλειάς
|
275
|
Λίγδα = γλίδα
|
Βρωμιά
|
276
|
Λίγκρι
|
Χειρονομία που δηλώνει ζήλια
|
277
|
Λινάρι
|
Φυτό που βγάζει κλωστή για ύφανση ( πολύ δροσερό το σεντόνι
σου λω μάνα, λινό είναι ;)
|
278
|
Λιοκόκκια
|
το υπόλειμμα της έκθλιψης της ελιάς
|
279
|
Λισάβω
|
το όνομα Ελισάβετ
|
280
|
Λιτριβιάρης
|
ο ασχολούμενος στο λιτριβειό με την παραγωγή του λαδιού
|
281
|
Λιχνίζω
|
πετώ με το δικράνι ψηλά το άχυρο ώστε να ξεχωρίζει από το στάρι
|
282
|
Λόγκος
|
τόπος που έγινε δασώδης
|
283
|
Λόρδα
|
πείνα
|
284
|
Λουμάκι
|
μικρή βέργα
|
285
|
Λουμπάρδα
|
Μεγάλη φωτιά ( σιγά ρε θα βάλεις φωτιά στο σπίτι, λουμπάρδιασες το τζάκι
)
|
286
|
Λούπινο
|
φυτό που τον καρπό του για να τρώγεται τον γλυκαίνουν στη θάλασσα
|
287
|
Λω
|
προσφώνηση προς σεβαστά πρόσωπα (αγαθός-λώον- λώστος)
|
288
|
Μαγάρα
|
μόλυνση, σίχαμα, βρωμιά
|
289
|
Μαγκάλι
|
Τρίποδο στρογγυλό που βάζουμε τα
κάρβουνα για να μας ζεστάνουν.
|
290
|
Μαγκάνι
|
μηχανισμός με κανάτια για να βγάζουμε
νερό από το πηγάδι
|
291
|
Μαγκουνίδα
|
παπαρούνα, χόρτο που τα φύλλα του γίνονται τσιγαριστά ( το αρχαίο όνομα είναι μηκωνίδα)
|
292
|
Μαζώνης
|
αυτός που όλα τα μαζεύει, ο άπληστος
|
293
|
Μαθές
|
βέβαια
|
294
|
Μάκια
|
φιλιά
|
295
|
Μαμούκαλα
|
Ο καρπός της μαμουκαλιάς ( θα φάμε μαμούκαλα σήμερα)
|
296
|
Μανάρι
|
οικόσιτο που προσέχουμε στην διατροφή
|
297
|
Μανέλα
|
Μανιβέλα, εργαλείο για να περιστρέψω την μηχανή να πάρει μπρος.
|
298
|
Μάνταλο
|
ο σύρτης στην πόρτα
|
299
|
Μάπα
|
το λάχανο, η κράμβη
|
300
|
Μαργώνω
|
παγώνω από το κρύο
|
301
|
Μαρκάλισμα
|
βάτεμα
|
302
|
Μαρτυρίκια
|
χρήματα που μοιράζει ο νονός ή ο παππούς όταν του λένε το όνομα της
βάπτισης
|
303
|
Μασούρι
|
καλάμι που τυλίγουμε το νήμα (μετα προσαρμόζεται στην σαΐτα για ύφανση)
|
304
|
Ματέρα
|
το κρεμμύδι πριν γίνει μεγάλος βολβός
|
305
|
Ματίζω
|
ενώνω δύο σπάγγους
|
306
|
Μελεούνια
|
μεγάλο πλήθος
|
307
|
Μελιγκόνι
|
μυρμήγκι
|
308
|
Μερέλιας
|
ανόητος
|
309
|
Μεσάλι
|
λινό ύφασμα ( με την μεσάλα σκεπάζαμε τα ψωμιά πάνω στη τάβλα )
|
310
|
Μιντέρι
|
Υφαντό
|
311
|
Μιτάρι
|
εξάρτημα αργαλειού (μέσα από αυτό κινούνται τα νήματα του στημονιού)
|
312
|
Μόλεμα
|
μόλυνση
|
313
|
Μοναχοφάος
|
ότι τρώει το τρώει μόνος του
|
314
|
Μονητάρου
|
όλα μαζί
|
315
|
Μουλουχρίζω
|
κάνω ακατάστατο βάψιμο
|
316
|
Μούργα
|
το κατακάθι του λαδιού
|
317
|
Μουσαφίρης
|
επισκέπτης
|
318
|
Μουσκίδι
|
μούσκεμα – τσουπλί ( έπιασε απότομα μια μπόρα και έγινα μουσκίδι)
|
319
|
Μουσκλωμένος
|
ο χολιασμένος , ο λυπημένος με το κεφάλι κάτω
|
320
|
Μουσμούλης
|
αργοκίνητος
|
321
|
Μουστρούφα
|
φίμωτρο
|
322
|
Μουτσουτσούνια
|
κάνει κόνξες, γκριμάτσες
|
323
|
Μουχλάτσα
|
ομίχλη
|
324
|
Μπάκα
|
μεγάλο προκοίλι - κοιλιά
|
325
|
Μπάκε
|
μήπως
|
326
|
Μπαλτούμια
|
λουριά σαμαριού στο πίσω μέρος του γαιδάρου
|
327
|
Μπαμπούγερος
|
τα ζουζούνια στις φακές
|
328
|
Μπάστακας
|
η γραμμή από την οποία ρίχναμε
τους βώλους και τις αμάδες .
|
329
|
Μπατάλεψε
|
έγινε δυσκίνητος
|
330
|
Μπετανία
|
μάλλινο κλινοσκέπασμα
|
331
|
Μπίζι
|
γεμάτο, πλήρες (η στέρνα είναι μπίζι από
νερό, πάμε για πότισμα)
|
332
|
Μπίτι
|
τελείως
|
333
|
Μπλέζες
|
τα κουκιά
|
334
|
Μπλεύρο
|
φόρτωμα στα ζώα
|
335
|
Μπομπαρία
|
Ομάδα παιδιών που πειράζονται μεταξύ τους αλλά πειράζουν και άλλους.
|
336
|
Μπομπόλια
|
Κοχύλια της θάλασσας που κάνουν το πιο νόστιμο στιφάδο (αλλά παίζαμε με
αυτά και βώλους)
|
337
|
Μποξάς
|
σακάκι ελεύθερο στον ώμο
|
338
|
Μποσμπόνι
|
ξυλάγγουρο - αγριοπέπονο
|
339
|
Μποστάνι
|
Περιβόλι
|
340
|
Μπουζί
|
γουρούνι
|
341
|
Μπούζι
|
Το παγωμένο νερό από του Μούκερου
ήτανε και είναι μπούζι
|
342
|
Μπουλουγούρι
|
πληγούρι
|
343
|
Μπουρλιάζω
|
περνώ τα σύκα με τον σπάγκο.
|
344
|
Μπουρλιάκωσε
|
φόρεσε ρούχα που δεν του πάνε
|
345
|
Μπουχάδα
|
Ψιχάλα ( δυστυχώς δεν έβρεξε ισα που μια μπουχάδα έφερε)
|
346
|
Μπουχός
|
το ψιλό άχυρο από το αλώνισμα ( λέμε επίσης ότι έγινε κάποιος μπουχός
αν τόσκασε - έφυγε γρήγορα )
|
347
|
Μπροστελίνα
|
λουρί γύρω από τον λαιμό του γαϊδάρου
|
348
|
Μπροστούρα
|
το μεγάλο προκοίλι
|
349
|
Μπρούστουλας
|
πίτα που φτιάχνεται πάνω σε πέτρινη ζεστή
πλάκα
|
350
|
Μυργαλήθρα
|
αρωματικό λάχανο για πίτα
|
351
|
Ναίγκρα
|
όταν λές σε κάποιον συνέχεια ναι-ναι - σου απαντά ναίγκρα
|
352
|
Νέθω
|
γνέσιμο
|
353
|
Νέμα
|
το νήμα
|
354
|
Νιανιά
|
λιωμένο φαγητό
|
355
|
Νίγκλα-ίγκλα
|
λουρί σαμαριού κάτω από την κοιλιά του μουλαριού
|
356
|
Νισάφι
|
έλεος, φτάνει πια
|
357
|
Νιτερέσο
|
συμφέρον
|
358
|
Νοματέος
|
ένα πρόσωπο
|
359
|
Νταβλαράς
|
Άντρας ψηλός και σωματώδης
|
360
|
Ντάλα
|
καταμεσήμερο
|
361
|
Νταμιτζάνα
|
μεγάλο γυάλινο μπουκάλι
|
362
|
Νταμπλάς
|
Συγκοπή ( μόλις έμαθε το μαντάτο
για τον προκομμένο το γιο του τούρθε νταμπλάς)
|
363
|
Ντερλίκωμα
|
πολύ φαγητό
|
364
|
Ντί
|
κάλεσμα στο άλογο για να τρέξει γρήγορα
|
365
|
Ντορβάς
|
σάκκος με κριθάρι για τα ζώα που
το κρεμάγαμε στον λαιμό τους .
|
366
|
Ντουμάνι
|
πολύς καπνός
|
367
|
Ντρίλι
|
βαμβακερό ρούχο
|
368
|
Ντρίλια
|
παιχνίδι με χαλίκια
|
369
|
Νώμος
|
ο ώμος
|
370
|
Ξαγκλίζω-ξαγκλώ
|
Ξεμπερδεύω αλλά και ξεφυλλίζω ένα βιβλίο ( εξαντλώ)
|
371
|
Ξαγορεύω
|
εξετάζω πονηρά
|
372
|
Ξάναμμα
|
προσάναμμα
|
373
|
Ξαρίγου
|
επίτηδες
|
374
|
Ξαρίζω
|
Το κακό σάρωμα ( βρέ κορίτσι μου εσύ δεν σαρώνεις αλλά ξαρίζεις)
|
375
|
Ξεβγάζω
|
ξεπλένω τα ρούχα από τις σαπουνάδες , αλλά το λέμε και όταν κάποιον
επισκέπτη, φεύγοντας, τον συνοδεύαμε λίγο έξω από το σπίτι μας.
|
376
|
Ξεμυτίζω
|
Προβάλλω την μούρη μου πισω από τον
τοίχο, φανερώνομαι
|
377
|
Ξεπεταρούδι
|
το πουλί που τώρα βγαίνει από τη φωλιά
|
378
|
Ξεπίτωσα
|
πεθαίνω της πείνας
|
379
|
Ξυλίκι
|
παιχνίδι με δύο ξύλα
|
380
|
Οργιά
|
μήκος όσο το άπλωμα των δύο χεριών μας.
|
381
|
Ούγια
|
το άκρο του υφάσματος
|
382
|
Ούστ
|
Εντολή να σταματήσει το γαϊδούρι
|
383
|
Παινεψιάρης
|
αυτός που καυχιέται
|
384
|
Παλάντζα
|
ζυγαριά
|
385
|
Πανέρι
|
ψάθινο στρογγυλό σκεύος
|
386
|
Πανιάρα
|
Πανί δεμένο στην άκρη ξύλου για το καθάρισμα του φούρνου από την στάχτη
και τα κάρβουνα
|
387
|
Παππουδικό
|
Ότι προέρχεται από τους παππούδες
|
388
|
Παραγγόνι
|
δισέγγονο
|
389
|
Παράμαλο
|
Μικρό κομμάτι μισινεζας που δενόταν στην κεντρική πετονιά ψαρέματος
|
390
|
Παρατσούκλι
|
παράνομα
|
391
|
Παρόλας
|
φλύαρος
|
392
|
Πάσπαλη
|
λεπτή σκόνη
|
393
|
Πασπάτεμα
|
ψαχούλεμα
|
394
|
Πατίκα
|
γεμάτο, πλήρες, ξέχειλο
|
395
|
Πατσαβούρα
|
παλιά πετσέτα
|
396
|
Πεζούλα
|
Καλλιεργήσιμη λωρίδα γης
|
397
|
Πείρια
|
χωνί με το οποίο γεμίζαμε τα μπουκάλια με λάδι από την
στάμνα.
|
398
|
Πελεκούδι
|
Μικρό κομμάτι απο το πελέκημα του
ξύλου( τα είχαμε μετά για προσάναμμα)
|
399
|
Πεντόβολα
|
παιχνίδι με βώλους ή με μικρές στρογγυλές πέτρες
|
400
|
Περδικλώνω
|
μπλέκω
|
401
|
Περικοπά
|
σύντομο δρομολόγιο που κερδίζεις
δρόμο.
|
402
|
Πεταλίδα
|
Όστρακο σαν μικρό σκουτέλι κολλημένο στους βράχους.
|
403
|
Πετονιά
|
σπάγκος για ψάρεμα (είδα ένα ροφό δω από κάτω έχεις καμιά πετονιά να
ρίξουμε;)
|
404
|
Πετροβόλημα
|
πέταμα πέτρας
|
405
|
Πηλαλώ
|
πηγαίνω τρέχοντας
|
406
|
πιλατεύω
|
Βασανίζω, ταλαιπωρώ.
|
407
|
Πινακωτή
|
ξύλινο σκεύος με χωρίσματα που έβαζαν τα ψωμιά να γίνουν πριν το
φούρνισμα.
|
408
|
Πίστομα
|
μπρούμυτα
|
409
|
Πιτσιλάω
|
ασπρίζω τον τοίχο τον ασβεστώνω
|
410
|
Πλαστήρι
|
μικρό στρογγυλό τραπέζι που έπλαθαν ψωμιά η άνοιγαν φύλα .
|
411
|
Ποκείνος
|
όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου τον λέμε ‘’ποκείνο’’.
|
412
|
Πόρεψη
|
ο τρόπος που πορεύεται κανείς στη ζωή
του , Βόλεμα
|
413
|
Πορτογύρης
|
αυτός που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα
|
414
|
Πουλάρι
|
το μικρό γαϊδάρου ή αλόγου
|
415
|
Πούμωσε
|
Έκλεισε , στόμωσε
|
416
|
Πούντος
|
που είναι αυτός;
|
417
|
Πουρνάρι
|
θάμνος – δέντρο ( ο πρίνος =το πουρνάρι που ανάβαμε τον φούρνο)
|
418
|
Πρασιά
|
μικρό κομμάτι γης κατάλληλο διαμορφωμένο να δεχτεί σπορά
|
419
|
Πρήσκος
|
το άγουρο σύκο
|
420
|
Πριχού
|
πριν
|
421
|
Προκαδούρες
|
πρόκες παπουτσιών ( πάλι προκαδούρες έβαλες στις αρβύλες σου ρε Βαγγέλη;)
|
422
|
Προπέτης
|
αυτός που βιάζεται να μιλήσει
|
423
|
Προσηλιακό
|
το μέρος που το βλέπει πολύ ο ήλιος
|
424
|
Προσφόλι-φόλι
|
το αυγό που είναι μόνιμα στη φωλιά που γεννούν οι κότες
|
425
|
Πύχτρα
|
πολύ πυκνά. ( πολύ σκοτάδι ρε παιδάκι μου σκέτη πύχτρα είναι)
|
426
|
Ρεβάνι
|
είδος τρεξίματος από το άλογο
|
427
|
Ρεμπουκλείδια
|
Δύο μικρά ξύλα (κλειδιά) δεμένα μεταξύ τους για το κτίσιμο της πλάκας που
πιάναμε πουλιά .Τα άλλα εργαλεία ήταν
η μαγκούρα και η σαΐτα .
|
428
|
Ρηνιώ
|
Ειρήνη ( Ε Λω μάνα σαν να είδα στο
χωριό την Θεια Ρηνιώ από τον Αι Μάμμα)
|
429
|
Ρόβολο
|
Κατηφοριά
|
430
|
Ρουγεύω= ρούγα
|
η συγκέντρωση γυναικών στο δρόμο, κάτι σαν το καφενείο των ανδρών.
|
431
|
Ρουμάνι
|
δασομένο μέρο
|
432
|
Σακάτου
|
ίσια κάτου
|
433
|
σαπάνου
|
ίσια πάνου
|
434
|
Σαποκωλιασε
|
σάπισε η ρίζα του από το πολύ νερό
|
435
|
Σιαπέρα
|
Ίσια πέρα (πήγαινε σιαπέρα ρε που θα μου πεις εμένα ότι η μπάλα είναι
δικιά σου)
|
436
|
Σιδερωστιά
|
Το σιδερένιο τρίποδο για το τζάκι
πάνω στο οποίο βάζαμε τα μαγειρικά σκεύη
|
437
|
Σκαλούνι
|
το σκαλοπάτι
|
438
|
Σκαλτσούνι
|
πίτα στο τηγάνι
|
439
|
Σκαπέτισε
|
τόσκασε, την κοπάνισε, έφυγε γρήγορα και εξαφανίστηκε
|
440
|
σκαρίζω
|
βγαίνω μαζι με τα ζωντανά για να τα πάω
να βοσκίσουν
|
441
|
Σκατόλαχε
|
έτυχε
|
442
|
σκαφίδα
|
η ξύλινη σκάφη που επλεναν τα ρούχα ή ζύμωναν
|
443
|
Σκούντρος
|
ξεροκέφαλος
|
444
|
Σκούρκος
|
μεγάλη δηλητηριώδη σφήκα με χρυσοκόκκινο χρώμα
|
445
|
Σμερδάκι
|
Διαβολάκι (ξέρεις τι σμερδάκι είναι εφτούνος ο μικρός, ο θεός να σε φυλάει)
|
446
|
Σούδα
|
στενό σοκάκι
|
447
|
Σουλουπώνω
|
Ταχτοποιώ, διευθετώ ( σουλουπώσου παιδάκι μου, χτενίσου, μάζεψε τα ρούχα
σου πως είσαι έτσι σαν σκουράτζος είσαι.
|
448
|
Σόψια
|
Ίσα όψη ( φόρα παιδάκι μου την
φανέλα σου σόψια που την έβαλες ανάποδα για να μη σε πιάνει το μάτι)
|
449
|
σπερνά
|
κόλυβα
|
450
|
Συμπράγαλα
|
Τα σκευη που είναι για οικιακή χρήση
|
451
|
ταχειά
|
Άυριο, στο μέλλον
|
452
|
Τζέτζερης
|
πολύ μεγάλη κατσαρόλα
|
453
|
Τηράω
|
Βλέπω
|
454
|
Τουλούμι
|
ασκός μεσα στον οποίο βάζανε το τυρί ( ασκοτύρι)
|
455
|
Τράβα
|
Το μεγάλο καδρόνι στην στέγη
|
456
|
Τρουκάνι
|
το κουδούνι που κρεμούν στο λαιμό των αιγοπροβάτων
|
457
|
Τσεμπέρι
|
Η μαντήλα που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι τους
|
458
|
Τσουράπι
|
Η κάλτσα
|
459
|
Φελί
|
ένα κομμάτι από την λαχανόπιτα ή μια σφελίδα ψωμί ή ένα κομμάτι από τον
βακαλάο
|
460
|
Φωτίκια
|
τα ρούχα με τα οποία ντύνουν το
παιδί κατα τη βάπτιση
|
461
|
Χαβάνι
|
το γουδί
|
462
|
Χαρανί
|
το καζάνι
|
463
|
Χόβολη
|
η στάκτη μαζι με κάρβουνα ενεργά
|
464
|
Χορήγι
|
ο ασβέστης
|
Σχετικές αναρτήσεις: | Θεάσεις: 337 | |
Σχόλια: |